- διοπτρική
- ηκλάδος της φυσικής που ασχολείται με τα φαινόμενα της διάθλασης του φωτός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διοπτρική — η βλ. διοπτρικός … Dictionary of Greek
διοπτρικῇ — διοπτρικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοπτρική — διοπτρικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοπτρικός — ή, ό (AM διοπτρικός, ή, όν) [διόπτρα] Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόπτρα και τη χρήση της νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στη διοπτρία ή τη διοπτρική 2. φρ. «διοπτρικό τηλεσκόπιο» αστρονομικό τηλεσκόπιο μόνο με φακούς, χωρίς κάτοπτρο II … Dictionary of Greek
Ντεκάρ, Ρενέ — (Rene Descartes, Λα E, Τουρέν 1596 – Στοκχόλμη 1650). Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός. Σπούδασε έως το 1612 στο κολέγιο των ιησουιτών Λα Φλες. Από την οικογένειά του προοριζόταν για το στρατιωτικό επάγγελμα· στρατεύτηκε στην υπηρεσία του ηγεμόνα … Dictionary of Greek
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek
Χόιχενς, Κρίστιαν — (Huygens, Χάγη 1629 – 1695). Ολλανδός φυσικός, μαθηματικός και αστρονόμος. Γιος υπουργού του Γουλιέλμου Γ’ πρίγκιπα του Οράνζ, πήρε σοβαρή και επιμελημένη εκπαίδευση. Παρακολούθησε μαθήματα ρητορικής στο Άμστερνταμ και νομικής στο Λέιντεν, αλλά… … Dictionary of Greek